3370/1991 ΕΦ ΑΘ ( 20712)
Περίληψη:
ΕΔΙΚΠΟΛΥΚ/1991 (275), ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ/1993 (608)
Επωφελείς δαπάνες. Αξίωση επωφελών δαπανών έχει μόνο ο καλόπιστες νομέας πράγματος το οποίο αποδόθηκε στον κύριο αυτού. Δεν είναι απραίτητη η νομή του πράγματος (απο τον νομέα) κατα τον χρόνο αξίωσης.
Ανέγερση οικοδομής απο τον νομέα με δικάτου υλικά. Δικαιούται (ο νομέας) να απαιτήσει, κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, απο την κύριο του οικοπέδου την απόδοση της ωφελείας.
Δικαίωμα αυτού (νομέα)να απαιτήσει αποζημίωση για την όλη δαπάνη ανέργεσης της οικοδομής όταν είναι καλόπιστος και η ανέγερση έγινε πρίν απο την επίδοση της διεκδικητικής αγωγής.
Απόφαση:
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 3370/1991
Πρόεδρος: Μιχαήλ Φράγκος
Εισηγητής: Σταύρος ΓΑΒΡΑΣ, Εφέτης.
Δικηγόροι: Β. Τσόνογλου, Γ. Κωνσταντέλλος, Αρ. Αγάτσα, Κ. Ζέρβας.
Με την από 19.6.1987 αγωγή της, όπως αυτή παραδεκτά συμπληρώθηκε με τις προτάσεις συζήτησης ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου και περιορίσθηκε κατά το καταψηφιστικό αίτημα αυτής, το οποίο μετατράπηκε σε αναγνωριστικό, η ενάγουσα εξέθεσε τα εξής: Κατά το μήνα Ιανουάριο του έτους 1978 η μητέρα της (πρώτη εναγομένη), της παραχώρησε ατύπως, λόγω δωρεάς, ένα αγρό της εκτάσεως 3,5 στρεμμάτων, που βρίσκεται στη θέση “Αχλαδιές”, ή “Αμπέλι Δαυρή” της κτηματικής περιφέρειας Οινοφύτων, τέως Δήμου Τανάγρας, με την υπόσχεση ότι θα προέβαινε στη συνέχεια στη νομότυπη προς αυτή μεταβίβασή του, για την πιο πάνω αιτία, με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Από τότε πήρε και εξακολούθησε να έχει καλόπιστα τη νομή του αγρού μέχρι το μήνα Μάρτιο του έτους 1987, οπότε η εναγομένη μητέρα της μεταβίβασε τον αγρό κατ` ισομοιρία στους λοιπούς εναγομένους, αδελφούς της, λόγω γονικής παροχής, και αυτή (ενάγουσα) τους τον απέδωσε οικειοθελώς, χωρίς να αναμένει την άσκηση διεκδικητικής αγωγής εναντίον της. ύΟτι κατά το χρονικό διάστημα που βρισκόταν καλόπιστα στη νομή του αγρού, και συγκεκριμένα κατά τα έτη 1978-1980, προέβη στην ανέγερση των αναφερθέντων κτισμάτων εντός αυτού, για τα οποία δαπάνησε το ποσό των 2.735.000 δρχ., σημερινής αξίας (αναγομένης στο χρόνο άσκησης της αγωγής της) 6.285.000 δρχ. Με τον τρόπο αυτό αυξήθηκε η αξία του ακινήτου κατά το χρόνο της απόδοσής του κατά το τελευταίο αυτό ποσό, ενόψει της εκ δρχ. 350.000 αξίας του χωρίς τα κτίσματα κατά τον αναφερόμενο χρόνο και της συνολικής του αξίας (με τα κτίσματα) εκ δρχ. 6.635.000 (6.285.000 + 350.000) κατά τον ίδιο χρόνο. Ζήτησε δε να αναγνωρισθεί, ότι οι εναγόμενοι είναι υποχρεωμένοι να της καταβάλουν, εις ολόκληρο ο καθένας, το πιο πάνω ποσό των 6.285.000 δρχ., κατά το οποίο αυξήθηκε η αξία του αγρού κατά το χρόνο της απόδοσής του και σώζεται η αύξηση αυτή κατά τον ίδιο χρόνο. Επικουρικά, ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενοι είναι υποχρεωμένοι να της καταβάλουν το άνω ποσό κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθόσον κατέστησαν κατύ αυτό και είναι αδικαιολογήτως πλουσιώτεροι σε βάρος της περιουσίας της. Για την υπόθεση αυτή εκδόθηκε η υπύ αριθ. 7/1988 πράξη του πρωτοδίκου δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη ως παθητικά ανομιμοποίητη, καθώς και ως προς το αίτημα αυτής για την απόδοση της γενομένης δαπάνης σε σημερινές τιμές, ως αόριστο, και τάχθηκαν κατά τα λοιπά θέματα αποδείξεως σε βάρος της ενάγουσας. Μετά τη διεξαγωγή αυτών εκδόθηκε η εκκαλούμενη οριστική απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή κατά την κύρια αυτής βάση (της αξίωσης επωφελών δαπανών κατά το άρθρο 1103 ΑΚ) για το λόγο ότι η ενάγουσα δεν βρισκόταν στη νομή του αγρού κατά το χρόνο ασκήσεως αυτής. ύΕγινε δε εν μέρει δεκτή κατά την επικουρική της βάση (του αδικαιολογήτου πλουτισμού) και αναγνωρίσθηκε ότι οι εναγόμενοι, πλην της πρώτης, είναι υποχρεωμένοι να καταβάλουν συνολικά στην ενάγουσα το ποσό των 2.630.711 δρχ. κατύ ισομοιρία, γενομένου δεκτού ότι στο ποσό αυτό ανήλθε η πραγματική δαπάνη στην οποία προέβη η ενάγουσα κατά τα άνω έτη για την ανέγερση των κτισμάτων στο επίδικο. ύΗδη, κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες με τις κρινόμενες αντίθετες εφέσεις τους και ζητούν να εξαφανισθεί, η μεν ενάγουσα προκειμένου να γίνει εξολοκλήρου δεκτή η αγωγή της, κατά την κύρια αυτής βάση, εναντίον όλων των εναγομένων, οι δε 2η έως 5ος τούτων, κατά των οποίων έγινε εν μέρει δεκτή, να απορριφθεί αυτή. Η έφεση της ενάγουσας ασκήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, ήτοι εντός μηνός από την εκ μέρους της επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης στους εναγομένους, και συνεπώς πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω κατύ ουσία. Η έφεση των άνω εναγομένων ασκήθηκε εκπροθέσμως ήτοι την 9.11.1990, μετά παρέλευση δηλαδή μηνός από την προς αυτούς επίδοση της απόφασης που έγινε την 16.7.1990 (βλ. την επύ αυτής σημείωση του δικαστικού επιμελητή Ζ.Κ.). Συνεπώς, πρέπει να ισχύσει ως αντέφεση, ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση και ως προς εκείνα που συνέχονται αναγκαστικά με αυτά (ΚΠολΔ 523 παρ. παρ. 1, 2) και ως τοιαύτη να εξετασθεί και αυτή περαιτέρω κατύ ουσία.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1103 ΑΚ ” για δαπάνες από τις οποίες αυξήθηκε η αξία του πράγματος (επωφελείς δαπάνες) έχει δικαίωμα αποζημίωσης μόνο ο καλόπιστος νομέας για το πριν από την επίδοση της αγωγής διάστημα και μόνο εφόσον σώζεται η αύξηση της αξίας κατά το χρόνο της απόδοσης του πράγματος”. Από την εν λόγω διάταξη συνάγεται, ότι αυτή καθορίζει ως κρίσιμο χρονικό σημείο για τη διαπίστωση αν “σώζεται η αύξηση της αξίας” του πράγματος εξαιτίας της δαπάνης “το χρόνο της απόδοσης του πράγματος”, αφού πριν την απόδοσή του ή τη διακδίκησή του, η αξίωση του νομέα γιύ αποκατάσταση των δαπανών δεν μπορεί να ασκηθεί. Δεδομένου δε ότι η αξίωση για τις δαπάνες ασκείται συνήθως κατά τη διεκδίκηση του πράγματος από τον κύριο, θεωρείται ως χρόνος απόδοσης αυτού, ο χρόνος άσκησης της αξίωσης δαπανών (ΑΠ 73/1967 ΝοΒ 15. 749). Με την απόδοση του πράγματος στον κύριο πρέπει να εξομοιωθεί από απόψη εφαρμογής της ΑΚ 1103, η περιέλευση αυτού σε υπερημερία δανειστή (ΑΚ 349 επ.) ως προς την αποδοχή του πράγματος. Αν ο κύριος περιέλθει σε υπερημερία δανειστή, γιατί δεν αποδέχεται το πράγμα που του προσφέρει ο νομέας, δεν είναι ορθό να εξακολουθεί ο τελευταίος να φέρει τον κίνδυνο μίας ενδεχόμενης μειώσεως ή εκμηδενίσεως της αξίας της δαπάνης. Επίσης ο κύριος περιέρχεται σε υπερημερία δανειστή και όταν είναι μεν πρόθυμος να δεχθεί το προσφερόμενο την οφειλόμενη απύ αυτόν αξία των δαπανών (βλ. Γεωργιάδη, εις Γεωργ. – Σταθ. ΑΚ 1103 αρ. 16-18). Σύμφωνα με τα παραπάνω για την εφαρμογή της αναφερόμενης διάταξης, σημασία έχει ότι ο επωφελείς δαπάνες έγιναν από τον καλόπιστο νομέα του πράγματος, που αποδόθηκε τελικά στον κύριο, κατά τη διάρκεια της νομής αυτού (βλ. Ράμμο: ΕρμΑΚ 1101-1107 αρ.30 παρ. 3α), χωρίς να είναι απαραίτητο να εξακολουθεί αυτός είναι νομέας του πράγματος και κατά το χρόνο της αξίωσης αυτών από τον κύριο. Η αντίθετη άποψη θα έθετε σε δυσχερέστερη μοίρα το νομέα, που απέδωσε οικειοθελώς το πράγμα στον κύριο από εκείνον, εναντίον του οποίου ασκήθηκε διεκδικητική αγωγή από τον τελευταίο, πράγμα, που είναι το συνήθως συμβαίνον και για το οποίο εκφράστηκε ο νομοθέτης. Εφόσον δε, συντρέχουν οι οριζόμενες στη διάταξη του άρθρου 1103 ΑΚ προϋποθέσεις, ο κύριος υποχρεούται να αποδώσει τις δαπάνες που έγιναν στο πράγμα από το νομέα ή τους δικαιοπαρόχους του, όχι μόνο από την εποχή που αυτός απέκτησε την κυριότητα του πράγματος, αλλά και πριν απύ αυτή. Θεωρείται δηλαδή, ότι το χρέος από τις δαπάνες βαρύνει το πράγμα, ή ότι η σχετική υποχρέωση μεταβιβάζεται στον εκάστοτε κύριο του πράγματος (Ράμμος, ΕρμΑκ 1101-1107 αρ. 66, ΑΠ 453/1972 ΑρχΝ ΚΓύ/745, ΑΠ 674/67 ΑρχΝ 10/205). Εξάλλου, ναι μεν η νομισματική αρχή “δραχμή ίσον δραχμή” υποχρεεί και δεν ισχύει επί απροβλέπτου βαθειάς διαταραχής της οικονομικής ζωής της χώρας, οπότε η κτητική αξία της χρηματικής παροχής είναι εκμηδενισμένη ή ουσιωδώς μειωμένη, γιύ αυτό και παρίσταται ανάγκη αναπροσαρμογής της με τη βοήθεια του άρθρου 288 ΑΚ (Γεωργ.- Σταθ. ΑΚ 291/7, ΑΠ 514/54 ΕΕΝ 22/760). Πλην όμως τέτοιο πρόβλημα δεν δημιουργείται από την υποτίμηση του νομίσματος, όταν πρόκειται για χρέη, των οποίων το αντικείμενο είναι μεν υπολογιστέο σε χρήμα, αλλά συνίσταται σε αποκατάσταση ορισμένης αξίας, οπότε το χρήμα είναι μέσο μετρήσεως αξίας (Μπαλή, Γεν. Αρχ. παρ. 17) και όχι μέσο πληρωμής, και συνεπώς η μέτρηση της αξίας στην περίπτωση αυτή θα γίνει με το νόμισμα του χρόνου της καταψήφισης και με αναγωγή σε τούτο, χωρίς να θίγεται η αρχή “δραχμή ίσον δραχμή”. Χρηματική οφειλή της πρώτης περίπτωσης, που να έχει δηλαδή απαρχής, από το χρόνο της γένεσής της, ορισμένη ποσότητα, είναι και η οφειλή του κυρίου προς τον καλής πίστης νομέας για δαπάνες που ενήργησε ο τελευταίος επί του διεκδικουμένου (ή οικειοθελώς αποδοθέντος) πράγματος, αναγκαίες ή επωφελείς (1101 και 1103 ΑΚ). Οι δαπάνες αυτές είναι καθορισμένες από την αρχή κατά ποσό ανερχόμενο στο πράγματι καταβληθέν, περιοριζόμενο προκειμένου περί επωφελών κατά μέρος που η αξία τους δεν σώζεται (Μπαλής Ενοχ. παρ. 17, Γαζής Ερμ ΑΚ 291-292 αρ. 28, Γεωργ.- Σταθ. ΑΚ 991 αρ. 7, ΑΠ 223/62 ΝοΒ 10. 1322, ΕΝ 388/1984 ΕλλΔνη 27/1408). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1102-1104 και 1057, 1063 ΑΚ συνάγεται, ότι επί επωφελούς δαπάνης, όπως είναι αυτή που έγινε από το νομέα για την ανέγερση οικοδομής σε ξένο ακίνητο με δικά του υλικά (βλ. Γεωργ.-Σταθ. ΑΚ 1103 αρ. 2), ο νομέας που απώλεσε την κυριότητα των υλικών αυτών, δικαιούται, ανεξάρτητα από τη καλή πίστη αυτού κατά το χρόνο επίδοσης της διεκδικητικής αγωγής, να απαιτήσει κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού από τον κύριο του οικοπέδου την απόδοση της ωφελείας που αποκόμισε από την μετάθεση της κυριότητας των υλικών.
Συνίσταται δε αυτή στην αξία των υλικών, εφόσον απύ αυτά αυξήθηκε η αξία του οικοπέδου, και όχι στην απόδοση της ωφελείας από την εργασία που καταβλήθηκε από το νομέα ή τους προσληφθέντες απύ αυτόν εργατοτεχνίτες για την ανέγερση της οικοδομής. Εάν όμως ο νομέας είναι καλής πίστεως και η ανέγερση της οικοδομής έγινε πριν από την επίδοση σύ αυτόν διεκδικητικής αγωγής, τότε μπορεί, ασκώντας το δικαίωμα από το άρθρο 1103 ΑΚ, το οποίο επιφυλάχθηκε σύ αυτόν με το άρθρο 1063 ΑΚ, να απαιτήσει αποζημίωση για την όλη δαπάνη ανέγερσης της οικοδομής, εφόσον απύ αυτή αυξήθηκε η αξία του οικοπέδου και η αύξηση αυτή σώζεται κατά το χρόνο της απόδοσής του (ΑΠ Ολ. 1220/1975 ΑΠ 674/1980 ΝοΒ 28/2810, ΑΠ 702/1980 ΝοΒ 28/2024).
Στην προκειμένη περίπτωση, η αγωγή, που έχει το πιο πάνω περιεχόμενο και αίτημα, είναι νόμιμη κατά την κύρια αυτής βάση, που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 1103 ΑΚ, κατά το μέρος που στρέφεται κατά των τεσσάρων τελευταίων εναγομένων, κυρίων ήδη του αγρού, στον οποίο ανηγέρθησαν τα κτίσματα κατά το χρόνο που η ενάγουσα ήταν καλόπιστη νομέας αυτού, και κατά το μέτρο που ζητεί αποζημίωση για το πράγματι καταβληθέν ποσό της δαπάνης, για την αναφερόμενη αιτία. Κατά το μέρος όμως που στρέφεται κατά της πρώτης εναγομένης, είναι μη νόμιμη εφόσον η τελευταία αυτή δεν ήταν πλέον κυρία του αγρού κατά την άσκηση της αγωγής, ενώ περαιτέρω κατά το μέτρο που ζητείται η εν λόγω αποζημίωση για τη δαπάνη ανέγερσης των κτισμάτων, αναπροσαρμοσμένη στη “σημερινή” αξία του νομίσματος, εφόσον δεν αναφέρεται ότι έλαβε χώρα υποτίμηση αυτού, οφειλόμενη σε απρόβλεπτη διαταραχή της οικονομικής ζωής και ότι συνεπεία τούτου η αξία του νομίσματος από του χρόνου πραγματοποίησης της δαπάνης έχει εκμηδενισθεί ή ουσιωδώς μειωθεί (βλ. ΕΝ 388/1984 οπ. παρ.). Επίσης μη νόμιμη είναι η επί του αδικαιολογήτου πλουτισμού στηριζόμενη επικουρική βάση της αγωγής, πέραν του επιβοηθητικού χαρακτήρα της (ΑΠ 8/68, ΕΑ 10119/88 ΕλλΔνη 30/1182) και διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να ζητηθεί μύ αυτή η όλη δαπάνη για την ανέγερση των κτισμάτων, ήτοι και εκείνη πέραν της αξίας των υλικών.
Κατύ ακολουθίαν, το πρωτόδικο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του (καθώς και την αναγκαίως συνεκκαλούμενη πράξη του) απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη ως προς την πρώτη εναγομένη και ως αόριστη ως προς το αίτημα απόδοσης της γενομένης δαπάνης κατά τη “σημερινή” αξία του νομίσματος, ορθά εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε (έστω και αν αποφάνθηκε με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία, ως προς το δεύτερο αίτημα, αντικαθιστάμενη από την πιο πάνω αναφερόμενη). Συνεπώς, πρέπει νύ απορριφθούν ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου λόγοι εφέσεως της ενάγουσας. Για το λόγο αυτό, πρέπει νύ απορριφθεί κατύ ουσία η έφεση αυτής, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της εφεσίβλητης, πρώτης εναγόμενης, και να συμψηφισθεί η μεταξύ αυτής και της εκκαλούσας δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού, λόγω της μεταξύ τους συγγενείας (άρθ. 179, 183 ΚΠολΔ). Περαιτέρω όμως, κατά το μέρος που απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή, κατά την κύρια βάση αυτής (επί του άρθρου 1103 ΑΚ) και έκρινε ως νόμιμη την επικουρική βάση αυτής (επί του αδικαιολογήτου πλουτισμού), έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, κατά τους βάσιμους λόγους εφέσεως των αντιδίκων εκκαλούντων (με στοιχ. Αβ της ενάγουσας και με στοιχ. ΙV των εναγομένων). Πρέπει δε να παρατηρηθεί, αναφορικά με το σχετικό λόγο εφέσεως της ενάγουσας, ότι αυτή έχει έννομο συμφέρον για την προβολή του, εφόσον η αγωγή της έγινε δεκτή κατά την επικουρική της βάση και απορρίφθηκε κατά την κύρια, έστω και αν η τελευταία, η οποία συνιστά διάφορη οπωσδήποτε αξίωση και άρα αντικείμενο δίκης, συμπίπτει σε έκταση με την πρώτη. Και τούτο, διότι σε καθεμία περίπτωση, είναι διαφορετική η αντικειμενική ενέργεια του δεδικασμένου (βλ. Ράμμο, εις Classon – tissier Movec παρ. 867α, Σαμουήλ, Η έφεση 1986 παρ. 214, σ. 73, ΕφΠατρ 115/1971 ΕΕΝ 39/234).
Από … αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα: Στην αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή της Μ.Σ. μητέρας των διαδίκων ανήκε ένας αγρός, που βρίσκεται στη θέση “Αχλαδιές” ή “Αμπέλι Δαύρη” της κτηματικής περιφέρειας Οινοφύτων, του τέως Δήμου Τανάγρας συνολικής έκτασης 3.500 τ.μ. Τον Ιανουάριο του έτους 1978 η μητέρα των διαδίκων παραχώρηση άτυπα τη νομή και κατοχή του παραπάνω ακινήτου στην ενάγουσα και της υποσχέθηκε ότι σύντομα θα προέβαινε στην κατάρτιση οριστικού συμβολαίου, με το οποίο θα της μεταβίβαζε την κυριότητα αυτού, λόγω δωρεάς. ύΕτσι η ενάγουσα, πήρε και εξακολούθησε να έχει καλόπιστα τη νομή του αγρού αυτού, με την πεποίθηση ότι θα ελάμβανε στο μέλλον την κυριότητά του. Ως καλόπιστη νομέας αυτού, κατά τη διάρκεια της νομής της και συγκεκριμένα κατά τα έτη 1978-1980, ανήγειρε μεγάλο οικοδόμημα στη νότια πλευρά του αγρού, αποτελούμενο από δύο κτίσματα. Το πρώτο αποτελείτο από σιδηροκατασκευή διαστάσεων 26 μ. χ 15 μ., με φορέα μεταλλικό και επικαλύψεις (στέγης και πλαϊνών) από λαμαρίνες. Ο οργανισμός πληρώσεώς του έγινε από τσιμεντόλιθους και τα επιχρίσματα με τριπλή μαρμαροκονία. Το δεύτερο κτίσμα, διαστάσεων 4 μ. χ 15 μ., κατασκευάσθηκε κατά τον φέροντα οπλισμό και την επικάλυψη (στέγη) με οπλισμένο σκυρόδεμα και κατά τον οργανισμό πληρώσεώς του από τσιμεντόλιθους, ενώ τα επιχρίσματά του έγιναν κατά τον ίδιο τρόπο, όπως και του πρώτου. Για την κατασκευή των παραπάνω κτισμάτων δαπάνησε η ενάγουσα τα εξής ποσά: 1) Για την έκδοση της με αριθ. 350/1978 άδειας ανεγέρσεως οικοδομής κατέβαλε την 17.6.78 για εισφορές υπέρ των διαφόρων ταμείων και για αμοιβή του μηχανικού Ν.Σ. το ποσό των 27.904 δρχ. (βλ. την 350/78 άδεια ανεγέρσεως οικοδομής), 2) Για την έκδοση της υπύ αριθ. 414/80 άδειας επικάλυψης του πρώτου κτίσματος με σιδερένια στέγη, κατέβαλε την 6.8.1980 για εισφορές υπέρ των διαφόρων ταμείων και αμοιβή μηχανικού Γ.Λ., το ποσό των 62.807 δρχ. (βλ. την 414/80 άδεια επικάλυψης θερινού κιν/φου με σιδερένια στέγη), 3) Για την αποχωμάτωση και διαμόρφωση του εδάφους με προωθητήρα (μπουλντόζα), εκτάσεως περίπου 1.000 τ.μ. επί του οποίου θα ανεγειρόταν το άνω οικοδόμημα, κατέβαλε το καλοκαίρι 1978, 120.000 δρχ., 4) Για την κατασκευή τοιχοποϊας από τσιμεντολίθους και οπλισμένο σκυρόδεμα, καθώς και κατασκευή επιχρισμάτων των τοίχων, των κτισμάτων αυτών και της οροφής του δευτέρου, συνολικής επιφανείας 450 τ.μ. κατέβαλε το καλοκαίρι 1978, 1.200.000 δρχ., 5) Για την εργολαβική, από τσιμεντόλιθους, κατασκευή πέντε (5) τουαλεττών, επενδυμένων με πλακίδια υγιεινής, καθώς και για την αγορά πέντε (5) νιπτήρων και πέντε (5) τουαλεττών και ενός νεροχύτη, κατέβαλε το ποσό των 185.000 δρχ., 6) Για την ηλεκτροδότηση των πιο πάνω κτιρίων, δηλαδή την σύνδεση τους με τη ΔΕΗ, για χορήγηση βιοτεχνικού ρεύματος, κατασκευή κολωνών, εγκατάσταση πινάκων, κατέβαλε 75.000 δρχ., 7) Για την κατασκευή σιδερένιας στέγης, επιφανείας 390 τ.μ., με τέσσερα (4) πλαϊνά σιδερένια, κατέβαλε το 1980, 380.000 δρχ., 8) Για την κατασκευή στεγανού βόθρου τον Αύγουστο 1978 κατέβαλε το ποσό των 80.000 δρχ., 9) Για την εγκατάσταση πυροσβεστικού κρουνού δύο ιντσών, κατέβαλε τον Φεβρουάριο 1979, 50.000 δρχ., 10) Για τη σύνδεση παροχής νερού και εγκατάσταση (2) ρολογιών μέτρησής του, κατέβαλε 50.000 δρχ., 11) Τον Αύγουστο 1978, με την απελευθέρωση για την κατασκευή μονώσεως του κτιρίου 450 τ.μ. κατέβαλε 250.000 δρχ. και 12) Για επίστρωση του περιβόλου 800 τ.μ., μετά την αποπεράτωση των κτισμάτων, κατέβαλε 150.000 δρχ. ύΕτσι συνολικά για τις προεκτεθείσες αιτίες δαπάνησε το ποσό των 2.630.711 δρχ. Η μητέρα, όμως, των διαδίκων την 30.12.1986, δυνάμει του 25807/30.12.1986 συμβολαίου περιουσιακής παροχής (γονικής) της Συμ/φου Θηβών Α.Κ., που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε, παραχώρησε και παρέδωσε κατά κυριότητα, νομή και κατοχή το παραπάνω ακίνητο με τα επύ αυτού κτίσματα, ως γονική παροχή, στους δεύτερη, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο των εναγομένων, κοινώς, αδιαιρέτως και κατύ ισομοιρία. Κατόπιν αυτού η ενάγουσα παρέδωσε οικειοθελώς στους παραπάνω εναγομένους, τον Μάρτιο του έτους 1987 τον αγρό με τα επύ αυτού κτίσματα, χωρίς να περιμένει την άσκηση διεκδικητικής αγωγής εναντίον της, για το σκοπό αυτό.
Το ότι η ενάγουσα ήταν καλόπιστη νομέας του πιο πάνω ακινήτου, διότι τελούσε πράγματι με την πεποίθηση ότι θα λάβει στο μέλλον και την κυριότητα αυτού από τη μητέρα της, όπως η τελευταία της είχε υποσχεθεί, αποδεικνύεται από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων της. Οι αντίθετες καταθέσεις των μαρτύρων των εναγομένων, σύμφωνα με τις οποίες η μητέρα των διαδίκων παραχώρησε τη χρήση του αγρού στην ενάγουσα για μικρό χρονικό διάστημα, δηλώνοντας σύ αυτήν ότι θα το παραχωρούσε κατά κυριότητα στα λοιπά τέκνα της (αντεκκαλούντες-εναγόμενους), δεν είναι πειστικές και δεν δικαιολογούνται από το γεγονός ότι η ενάγουσα προέβη στην κατασκευή δαπανηρών κτισμάτων προς εκμετάλευση αυτών πράγμα που αναιρεί την έννοια του προσωρινού. Εξάλλου ο συναφής ισχυρισμός των εναγομένων, σύμφωνα με τον οποίο “τα επί του επιδίκου κτίσματα ενηγέρθησαν με χρήματα των γονέων τους και υπήρξε ρητή συμφωνία μεταξύ αυτών και της ενάγουσας, όπως αυτή εκμεταλλευθεί τα κτίσματα επί τέσσερα χρόνια και νύ αποδώσει αυτά”, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι προβάλλεται για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε, ότι η αξία του αγρού, χωρίς τις γενόμενες δαπάνες, δηλαδή ασκεπούς, ανερχόταν κατά το χρόνο της απόδοσής του στους εναγομένους στο ποσό των 350.000 δρχ. Στο ποσό αυτό προσδιορίζει την αξία του κατά τον πιο πάνω χρόνο η ενάγουσα με τις προτάσεις της της πρώτης συζητήσεως ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, κατά παραδεκτή βελτίωση της αγωγής της. Την αλήθεια του πραγματικού αυτού ισχυρισμού δεν αμφισβήτησαν οι εναγόμενοι με τις προτάσεις τους, ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου. Αντίθετα, από το σύνολο των εκτιθεμένων στις προτάσεις τους συνάγεται ομολογία αυτών ως προς το εν λόγω στοιχείο (άρθρο 261 ΚΠολΔ), όπως θεώρησε προδήλως και η συνεκκαλουμένη υπύ αριθ. 7/1988 πράξη και δεν έταξε γιύ αυτό αποδείξεις σε βάρος της ενάγουσας. Κατά τον ίδιο δε χρόνο (της απόδοσης του ακινήτου), η αξία τούτου μετά των αναφερθέντων κτισμάτων ανερχόταν τουλάχιστον στο ποσό των 3.000.000 δρχ., όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, και εμμέσως πλην σαφώς συνομολογούν οι εναγόμενοι. ύΕτσι, αυξήθηκε η αξία του αποδοθέντος αγρού κατά το χρόνο της απόδοσής του (Μάρτιο 1987) κατά το πράγματι δαπανηθέν ποσό των 2.630.711 δρχ., η αύξηση δε αυτή εσώζετο κατά τον αναφερθέντα χρόνο της απόδοσής του και συνεπώς συντρέχει νόμιμη περίπτωση να αποδοθεί στην ενάγουσα το σύνολο της γενομένης απύ αυτήν σχετικής δαπάνης, εφόσον αυτή είναι μικρότερη της διαφοράς μεταξύ της αξίας του ασκεπούς ακινήτου και της αξίας του με τα κτίσματα κατά το χρόνο της απόδοσής του, (βλ. για τον τρόπο υπολογισμού της αποδοτέας επωφελούς δαπάνης, κατά το άρθρο 1103 ΑΚ, Μπαλή Εμπρ. παρ. παρ. 99, 236, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ 1103 αρ. 14, ΑΠ 216/1966 ΝοΒ 14/1038, ΕΠ 250/1973 Αρμεν. 28/257). Κατύ ακολουθίαν αυτών, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή, κατά την ως άνω κύρια βάση αυτής και να αναγνωρισθεί ότι ο 2η έως και 5ος των εναγομένων είναι υπόχρεοι να καταβάλουν στην ενάγουσα για την πιο πάνω αιτία το συνολικό ποσό των 2.630.711 δρχ. κατύ ισομοιρία, ήτοι έκαστος το ποσό των 657.677 δρχ.
Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν αυτοί σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών, συμψηφιζομένης κατά τα λοιπά, λόγω της εν μέρει νίκης και εν μέρει ήττας των διαδίκων μερών (άρθ. 178 παρ.
1, 183 ΚΠολΔ).