Logo

 

 

ΓΡΑΨΤΕ ΜΑΣ

1677/1991 ΕΦ ΑΘ ( 14344)

 

Περίληψη:

ΑΡΧΝ/1992 (46)

-Διαταγή πληρωμής. Αναγκαστική εκτέλεση. `Ασκηση  ανακοπής  κατά  την εκτέλεση.  `Ενσταση εξόφλησης. Αδρανοποίηση της εκτελέσεως.

-Διεθνείς συναλλαγές.Συμφωνία σε ξένο νόμισμα.Εξόφληση σε δραχμές.

 

Απόφαση:

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 1677/1991

 

Πρόεδρος : Εμμ. Χαριτάκης

Εισηγητής: Εμμ. Αντωνίου, εφέτης

Δικηγόροι: Βασιλική Τσόνογλου, Ανδρ. Λιώτης

 

Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων  533  παρ.  2,  918 παρ.  2α,  919,  933  και 380 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι, εάν από την επίδοση της διαταγής πληρωμής, η οποία δεν αποτελεί δικαστική  απόφαση αλλ`  απλώς  εκτελεστό  τίτλο, περάσει άπρακτηη 15θήμερη προθεσμία για την άσκηση της ανακοπής του  άρθρου  632  και  δεν  επακολουθήσει  νέα επίδοση αυτής, από την οποία δικαιούται ο οφειλέτης να ασκήσει μέσα σε προθεσμία  δέκα ημερών την ίδια ανακοπή, δεν αποκτά η διαταγή πληρωμής ισχύ δεδικασμένου, με συνέπεια ο οφειλέτης κατά του  οποίου  στρέφεται αυτή   να   έχει   τη  δυνατότητα  να  προτείνει,  ασκώντας  κατά  της αναγκαστικής εκτελέσεως που επιχειρείται σε βάρος του με βάση  την  εν λόγω  διαταγή  πληρωμής,  την  προβλεπόμενη από το άρθρο 933 Κ.Πολ.Δ., ανακοπή, ως λόγους ακυρωτικούς αυτής (εκτελέσεως)  και  ενστάσεις  που στρέφονται κατά του ουσία υποστατού της απαιτήσεως που επιδικάσθηκε με την διαταγή πληρωμής (ΑΠ 1069/1975 ΝοΒ 24. σελ. 394, 454/1974, ΝοΒ 23. σελ.  16, ΕΑ 10348/1982 Ελ. Δικ. 24, σελ. 808, 11108/1980 Ελ. Δικ. 22. σελ. 237). Εξάλλου όταν συντρέχει περίπτωση διεθνούς συναλλαγής,  κατά την  οποία επιτρέπεται η συνομολόγηση υποχρεώσεως σε αλλοδαπό νόμισμα, πράγμα που συμβαίνει όταν η έδρα  της  οικονομίας  κάθε  συμβαλλομένου βρίσκεται   σε  διαφορετικό  Κράτος  και  ειδικότερα  όταν  η  σύμβαση πρόκειται να εκτελεστεί σε κράτος διαφορετικό  από  εκείνο  στο  οποίο καταρτίσθηκε (ΑΠ 1260/1985 Ελ. Δικ.27 σελ. 631, 1721/1980 ΝοΒ 29. σελ. 1103,  847/1972 ΝοΒ 21. σελ. 210). Αν πρόκειται αυτή να εξοφληθεί στην ημεδαπή, ο δανειστής δικαιούται να ζητήσει με την αγωγή  του  μόνο  το ισότιμο  σε  δραχμές  του  αλλοδαπού νομίσματος κατά την επίσημη αυτού τιμή της ημέρας της πληρωμής και σ` αυτό  πρέπει  να  καταδικάζει  τον οφειλέτη  η  δικαστική απόφαση (άρθρο 6 παρ. 1Ν 5422/1932 Βλ. Α. Γαζή, Ερμ. ΑΚ, κάτω από το άρθρο 291 αριθμ. 9, ΑΠ 613/1974 ΝοΒ 23 σελ.  169, ΕΑ  5770/1988  Ελ.  Δικ.  31 σελ. 375, 430/1987 Ελ. Δι. 28. σελ. 1450, 3829/1986 Ελ. Δικ. 27 σελ. 1236, 8689/1980 ΝοΒ  29.  σελ.  356,  1905/ 1978,  ΝοΒ  27 σελ. 221, 513/197 ΝοΒ 26. σελ. 1332), βρίσκεται δε αυτό με βάση το δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος που αποτελεί το  κατά  νόμο αποδεικτικό  της  μέσο (ΑΠ439/1959 ΝοΒ 4 σελ. 77, ΕΑ 5770/1988, οπ, π, 6059/1985 Ελ. Δι., 26 σελ. 1191, 1015/1983  Ελ.Δικ.  25.  σελ.  1373).

Στην  προκειμένη  περίπτωση  από  την  ένορκη κατάθεση του μάρτυρα … αποδείχθηκαν τα εξής: Ο εκκαλών ανακόπτων  αποδέχθηκε  στις  17.9.1986 δύο  συναλλαγματικές,  τις  οποίες εξέδωσε την 14.8.1986 στο RWYRICARD της Γαλλίας εφεσίβλητη – καθ` ης σε διαταγή της BANGUE (Ε.Τ.Π.) ή  της C.B.  OF  G.  (Ε.Τ.Ε.), ποσού της μίας 79.326 γαλλικών φράγκων και της άλλης αντίστοιχα 30.10.1986 και 30/10/1987.  Υστερα  από  την  υποβολή σχετικών  αιτήσεων  της  εφεσίβλητης  –  καθ`  ης  εκδόθηκαν  επί  των συναλλαγματικών αυτών οι υπ` αριθμ.  8638/26.9.1988  και  10897/30/11/1988 διαταγές πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με  τις  οποίες  διατάχθηκε ο εκκαλών – ανακόπτων να πληρώσει σ` αυτήν (εφεσίβλητη – καθ` ης) το σε δραχμές ισάξιο των 79.326 και 99. 157, 50 γαλλικών φράγκων κατά την ημέρα της πληρωμής, με το νόμιμο  τόκο  προς 65  ετησίως  από  την επόμενη της λήξεως των συναλλαγματικών μέχρι της εξοφλησή τους, καθώς και τα δικαστικά  έξοδα.  Η  εφεσίβλητη  –  καθής όμοια  αντίγραφα από τα πρώτα εκτελεστά απόγραφα των πιο πάνω διαταγών πληρωμής μετά σχετικών επιταγών της προς πληρωμή σ`αυτήν των συνολικών ποσών των 2.210.000 και 2.635.465 δραχμών κοινοποίησε στις  20/10/1988 και  20/1/1989 στον εκκαλούντα – ανακόπτοντα, ο οποίος δεν άσκησε κατά των εν λόγω διαταγών πληρωμής ανακοπή σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. Στη συνέχεια  αυτή  με  βάση  τις  ίδιες  διαταγές πληρωμής  κατέσχε  αναγκαστικά,  με την υπ`αριθ. 1683/20/7/1989 έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως του  δικαστικού  επιμελητή  του  Πρωτοδικείου Θηβών  Χ.Α.Κ., τα αναφερόμενα και περιγραφόμενα σ` αυτή και την ένδικη ανακοπή ακίνητα του εκκαλούντος –  ανακόπτοντος  που  βρίσκονται  στην περιοχή   Θήβας   και   με  το  υπ`  αριθμ.  1685/31.7/1989  πρόγραμμα αναγκαστικού πλειστηριασμού του παραπάνω δικαστικού  επιμελητή  Χ.Α.Κ. εκθέται ήδη αυτά σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό, που ορίσθηκε να γίνει  την  27.9.1989.  Ο  εκκαλών  –  ανακόπτων με τον τρίτο λόγο της ένδικης ανακοπής του προέβαλε αντιρρήσεις που  αφορούν  το  κύρος  των τίτλων  δυνάμει  των  οποίων  επισπεύδεται  η σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση και ειδικότερα ισχυρίσθηκε ότι  οι  προαναφερθείσες  διαταγές πληρωμής  είναι  αόριστες και άκυρες, γιατί δεν αναφέρεται σ` αυτές το ισάξιο σε Ελληνικές δραχμές, των γαλλικών φράγκων κατά την  ημέρα  της πληρωμής,  το οποίο έχει αυτός υποχρέωση να καταβάλλει στον εφεσίβλητο – καθ` ης. Ομως ο ισχυρισμός του αυτός είναι αβάσιμος γιατί, εφόσον οι συναλλαγματικές  που  αφορούν  οι  παραπάνω  διαταγές  πληρωμής  έχουν εκδοθεί,  όπως  δεν  αμφισβητείται,  από  αυτόν,  για  την εξυπηρέτηση διεθνούς συναλαγής, είναι έγκυρες (ΕΑ 5770/1988 οπ.  π,  430/1987  Ελ. Δικ.  28  σελ.  1450,  3213/1983  Αρμ. 38 σελ. 304) και σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, η μετατροπή των  γαλλικών  φράγκων  που  αναφέρονται  σ` αυτές  σε  Ελληνικές  δραχμές θα γίνει κατά την επίσημη τιμή που έχουν αυτά την ημέρα της πληρωμής, δηλαδή την ημέρα κατά την οποία θα  γίνει πράγματι,   η   πληρωμή   τους  και  όχι  την  ημέρα  της  λήξεως  των συναλλαγματικών (βλ. Α. Γαζή Ερμ. ΑΚ, κάτω από το άρθρο 291 αριθμ. 6), η οποία όμως (ημέρα πληρωμής) δεν είναι γνωστή και για  το  λόγο  αυτό δεν  μπορεί  να προσδιοριστεί  από  πριν το ισάξιο αυτών σε ελληνικές δραχμές. Κατά συνέπεια ορθά η εφεσίβλητη – καθ`  ης  γαλλική  εταιρεία ζήτησε  και  ο  Δικαστής  που  εξέδωσε  τις επίμαχες διαταγές πληρωμής διέταξε την εκκαλούντα ανακόπτοντα  να  καταβάλλει  σ`  αυτήν,  το  σε ελληνικές  δραχμές ισάξιο των γαλλικών φράγκων που αφορούν οι πιο πάνω συναλλαγματικές κατά την ημέρα της πληρωμής και δεν είναι αόριστες και άκυρες οι εν λόγω διαταγές πληρωμής, με βάση τις  οποίες  επισπεύδεται σε  βάρος  του  αναγκαστική  εκτέλεση και πρέπει ο πρώτος υπό στοιχεία λόγος της υπό  κρίση  εφέσεως  του  που  υποστηρίζει  τα  αντίθετα  να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επειδή  ο  οφειλέτης  σε  βάρος  του οποίου επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση με βάση διαταγή πληρωμής η  οποία  δεν  έχει  αποκτήσει  ισχύ δεδικασμένου έχει τη δυνατότητα να προτείνει με την ανακοπή του άρθρου 933  σύμφωνα  με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας και ενστάσεις που στρέφονται για το κατ` ουσία υποστατό της απαιτήσεως που βεβαιώνεται με τη διαταγή πληρωμής, είναι η πώληση, με την έννοια  ότι ο αγοραστής έναντι του τιμήματος που οφείλει να καταβάλλει στον πωλητή ή μέρους αυτού έχει αποδεχθει συναλλαγματική, εκδότης της οποίας είναι ο  πωλητής,  δικαιούται  ο  οφειλέτης  αγοραστής  να  επικαλεστεί  και προβάλλει εναντίον του πωλητή που επισπεύδει  και  προβάλλει  εναντίον του  πωλητή που επισπεύδει την εκτέλεση, την κατά τα άρθρα 535 και 540 ΑΚ ελλείψη των συμφωνημένων  ιδιοτήτων  του  πωληθέντος  πράγματος,  η οποία  συνεπάγετο την αναστροφή της πωλήσεως ή τη μείωση του τιμήματος και να ελευθερωθεί έτσι  ολικά  ή  μερικά  της  υποχρεώσεώς  του  προς πληρωμή  του  ποσού που αφορά η συναλλαγματική και που επιδικάσθηκε με τη διαταγή πληρωμής η οποία εκδόθηκε επ` αυτής (βλ. σχετ. ΑΠ  879/1974 ΝοΒ  23.  σελ. 489, ΕΑ 9134/1986 ΝοΒ 35 σελ. 388,6729/1979 ΝοΒ 27 σελ. 1344).  Εξάλλου  η  ένσταση  εξοφλήσεως  και  γενικά  αποσβέσεως   της απαιτήσεως  για  να  επιφέρει ακυρότητα της επιταγής και άλλων πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας που ακολούθησαν πρέπει να αναφέρεται  όχι μονάχα στην επιτασσόμενη απαίτηση αλλά και στα έξοδα εκτελέσεως αυτής, γιατί  το  εν μέρει έγκυρο της επιταγής αρκεί για την ισχυροποίηση της βάσει αυτής ενεργουμένης κατασχέσεως και γενικά εκτελέσεως,  εφόσον  ο ενιστάμενος  δεν προσφέρει να εκπληρώσει εκτελούμενο τίτλο και κατά το ποσό που αυτός είναι  έγκυρος,  το  δε  θέμα  της  μερικής  καταβολής, απόσβεσης  του  ποσού  του χρέους που αφορά η εκτέλεση εξετάζεται κατά την κατάταξη του επισπεύδοντος την οποία και επηρεάζει αντίστοιχα  (ΑΠ 237/1976  ΝοΒ 24. σελ. 781, ΕΑ 11157/1986 Ελ. Δικ. 28 σελ. 1319, 3269/ 1986 Ελ. Δκ. 27. σελ. 1181, 7855/1982 Ελ. Δικ. 24. σελ. 72,  5213/1982 Αρμεν.  37σελ. 786). Στην περίπτωση που κρίνεται ο εκκαλών – ανακόπτων με το δεύτερο λόγο της υπό κρίση  ανακοπής  του  υποστήριξε  ότι  στις αρχές  Ιουλίου  καταρτίσθηκε  στην  Καλλιθέα  Θηβών  μεταξύ  αυτού, ως εκπροσώπου της εταιρίας “Σ.Ι.Μ. και Σία ΟΕ” και του Γ.Ε.Α.,  ο  οποίος ενεργούσε  ως επίσημος αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης – καθ` ης γαλλικής εταιρίας στην Ελλάδα  και  για  λογαριασμό  αυτής,  σύμβαση  πωλήσεως, δυνάμει  της  οποίας η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση να πωλήσει στην εν  λόγω  εταιρία  του  ορισμένα  καινούργια  και  όχι  μεταχειρισμένα μηχανήματα  και συγκεκριμένα α) ένα προπιεστήριο σταφυλών των 600 μ β) ένα πιεστήριο σταφυλών των 600 μ και γ) μια  χοάνη  τροφοδοτήσεως  των πιεστηρίων  από  το προπιεστήριο, κατασκευής της ίδιας, αντί συνολικού τιμήματος 215.700 γαλλικών φράγκων, μέρος του  οποίου  αντιπροσωπεύουν οι  δύο συναλλαγματικές, επί των οποίων εκδόθηκαν οι επίμαχες διαταγές πληρωμής και με βάση τις οποίες επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του, ότι η εφεσίβλητη  καθής  στις  18.9.1986  του  παρέδωσε  τα παραπάνω  μηχανήματα  όχι  καινούργια  αλλά μεταχειρισμένα και μάλιστα αυτά δεν έφεραν καρτέλλα του έτους της  κατασκευής  τους  για  να  μην είναι  δυνατός  ο  έλεγχος της παλαιότητας τους και έτσι κατά το χρόνο της παλαιότητας τους και έτσι κατά το χρόνο  της  παραδόσεως  τους  σ` αυτόν  δεν  είχαν  τη συμφωνημένη ιδιότητα ότι για την εν λόγω έλλειψη ειδοποίησε με τον πιο πάνω αντιπρόσωπο της την εφεσίβλητη – καθής μέσα στο χρόνο παραγραφής που ορίζει το άρθρο 554 ΑΚ, πλην  όμως  αυτή  δεν έδωσε  σημασία  και  ότι  η  αξία  των μηχανημάτων που του παραδόθηκαν μεταχειρισμένα ανέρχεται το πολύ στο μισό της  αξίας  που  συμφωνήθηκε για  καινούργια μηχανήματα και με βάση τα περιστατικά αυτά προέβαλε με την ανακοπή του ένσταση μειώσεως στο μισό του τιμήματος  της  παραπάνω πωλήσεως  και συνεπώς και των ποσών των επιμάχων διαταγών πληρωμής, το οποίο (μισό τίμημα) αντιπροσωπεύει την αξία των μηχανημάτων που τελικά παραδόθηκαν σ`  αυτόν  και  οφείλεται  στην  εφεσίβλητη  καθής.  Ομως, ανεξάρτητα   του   ότι   από   τα   στοιχεία  που  προσκομίσθηκαν  δεν αποδεικνύεται πλήρως  ότι  συμφωνήθηκε  η  πώληση  και  παράδοση  στον εκκαλούντα    -ανακόπτοντα   καινούργιων   και   όχι   μεταχειρισμένων μηχανημάτων και εάν ακόμη γίνει δεκτό ότι η εν λόγω  παρακωλυτική  της ασκήσεως  του  δικαιώματος  της  εφεσίβλητης  –  καθής  ένσταση  αυτού είναιβάσιμη κατ` ουσία, δηλαδή έχει αυτός πράγματι αξίωση μειώσεως στο μισό του τιμήματος που συμφωνήθηκε, για το λόγο ότι τα μηχανήματα  που του  παραδόθηκαν  δεν είχαν τη συμφωνημένη ιδιότητα, την οποία επέλεξε και προέβαλε με την ένδικη ανακοπή του, δεν καθιστά αυτή,  σύμφωνα  με αυτά  που  προαναφέρθηκαν,  ενόψει  του ότι συνεπάγεται τη μερική μόνο απόσβεση των απαιτήσεων  της  εφεσίβλητης  –  καθής,  για  τις  οποίες κοινοποιήθηκαν  επιταγές  της προς πληρωμή, ενεργήθηκε η κατάσχεση των ακινήτων του και εκδόθηκε το πρόγραμμα του αναγκαστικού πλειστηριασμού τους, άκυρες τις προσβαλλόμενες πράξεις της εκτελεστικής  διαδικασίας, με τις οποίες επισπεύδεται η εκτέλεση σε βάρος του, εφόσον ο εκκαλών – ανακόπτων  δεν  προσφέρεται  παράλληλα  στην  πληρωμή των εκτελουμένων τίτλων (διαταγών πληρωμής) κατά το υπόλοιπο ποσό τους που ομολογεί ότι οφείλει και αφορά η εκτέλεση και επίσης και των εξόδων της εκτελέσεως.

Συνεπώς η  εκκαλουμένη  απόφαση,  η  οποία  δέχθηκε  τα  παραπάνω  και απέρριψε ως αβάσιμο και τον εν λόγω δεύτερο λόγο της ένδικης ανακοπής, δεν  έσφαλε  περί την ερμηνεία και εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων και την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να προβάλλοντα, με  τους  πρώτο υπό  στοιχεία  β` και γ` και δεύτερο λόγους της κρινόμενης εφέσεώς του να απορριφθούν ως αβάσιμα.