Logo

 

 

ΓΡΑΨΤΕ ΜΑΣ

8102/2007 ΕΦ ΑΘ ( 459389)

Περίληψη:

(ΔΕΕ 2008/846, ΑΡΜ 2008/911)
Επιταγή. Στοιχεία για την εγκυρότητα αυτής. Λευκή επιταγή και συμπλήρωση των
ελλειπόντων στοιχείων αυτής. Πότε μπορεί να αντιταχθεί από τον εκδότη της
επιταγής κατά του περαιτέρω κομιστή η ένσταση της αντισυμβατικής συμπλήρωσης
των ελλειπόντων στοιχείων. Οπισθογράφηση εν λευκώ. Νόμιμος κομιστής της
επιταγής είναι ο τυπικά νομιμοποιούμενος κάτοχος του τίτλου με την αδιάκοπη
σειρά των οπισθογραφήσεων, συνυπολογιζομένης και της ενδιάμεσης λευκής
οπισθογράφησης. Ο κομιστής μπορεί να παραδώσει την επιταγή σε τρίτο χωρίς να
συμπληρώσει το λευκό και χωρίς οπισθογράφηση, οπότε εκείνος που μεταβίβασε
την επιταγή δεν ευθύνεται εξ επιταγής, ενώ ο τελευταίος κομιστής
συμπληρώνοντας την επιταγή με το δικό του όνομα, εμφανίζεται στον τίτλο σαν
να έχει συμβληθεί με τον τελευταίο οπισθογράφο. Ευθύνη αυτού που έθεσε
υπογραφή σε επιταγή ως αντιπρόσωπος προσώπου, για το οποίο δεν είχε την
εξουσία να ενεργήσει. Πότε ο αντιπρόσωπος απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση. Το
έγγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει και τους λόγους της. Πότε μπορούν
παραδεκτά να προταθούν νέοι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής.
Απαράδεκτοι νέοι λόγοι που προβάλλονται με τις προτάσεις ή την έφεση.
Προσβολή ιδιωτικού εγγράφου ως πλαστού. Τρόποι προβολής της πλαστογραφίας που
αποδίδεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο. Προϋποθέσεις για το παραδεκτό του
σχετικού ισχυρισμού κατά το άρθρο 463 ΚΠολΔ. Αν η πλαστότητα δεν αποδίδεται
σε ορισμένο πρόσωπο, η σχετική ένσταση πρέπει να προταθεί μόνο κατά τη
συζήτηση κατά την οποία προσκομίζεται το έγγραφο. Η πλαστότητα πρέπει να
προαποδεικνύεται με επίκληση των εγγράφων και ονομαστική αναφορά των μαρτύρων
κατά την προβολή της ένστασης. Το άρθρο 463 ΚΠολΔ προϋποθέτει εκκρεμή δίκη
και δεν εφαρμόζεται όταν η πλαστότητα προτείνεται με κύρια αυτοτελή αγωγή ή
ανακοπή. Συμπλήρωση του χρόνου έκδοσης των επιταγών και μεταβίβαση αυτών με
λευκή οπισθογράφηση. Ευθύνη του εκκαλούντος που εξέδωσε τις επιταγές έστω και
αν δικαιούχος του λογαριασμού ήταν η σύζυγός του, αφού για την εγκυρότητα της
επιταγής δεν απαιτείται να έχει προηγηθεί η κατά το άρθρο 3 του ν. 5960/1933
σύμβαση επιταγής. Ο λήπτης δεν γνώριζε μέχρι την εμφάνιση των επιταγών προς
πληρωμή ότι το μπλοκ ανήκε στη σύζυγο του εκκαλούντος. Δεν υπήρξε
πλαστογραφία της ημερομηνίας έκδοσης των επιταγών. Ο ανακόπτων δεν απέδειξε
ότι δεν ενέχεται εξ επιταγής. Σημείωμα Λέανδρου Κ. Λεφάκη στο ΔΕΕ 2008:849
και στον ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟ 2008:916.

Απόφαση:

ΕφΑΘ 8102/2007

Πρόεδρος Π. Σπηλιόπουλος, Πρόεδρος Εφετών
Εισηγητής Π. Πετρόπουλος, Εφέτης
Δικηγόροι Ν. Μπαρμπάισης, Β. Τσόνογλου

[…] Επειδή κατά τα άρθρα 1, 2 και 13 του Ν 5960/1933 η επιταγή είναι
έγκυρος, όταν περιέχη 1) την ονομασίαν “επιταγή” εντός του κειμένου αυτής, 2)
την εντολήν πληρωμής ωρισμένου ποσού, 3) το όνομα εκείνου ο οποίος πρέπει να
πλήρωση, 4) τον τόπον πληρωμής, 5) τον χρόνον και τον τόπον εκδόσεως της
επιταγής και 6) την υπογραφήν του εκδότου.

Εξ άλλου από το άρθρον 13 του αυτού νόμου συνάγεται ότι ο νόμος δεν γνωρίζει
ρητώς την λευκήν επιταγήν, δεν αποκλείει όμως την έλλειψιν ωρισμένων
στοιχείων αυτής, τα οποία δύνανται να συμπληρωθούν μεταγενεστέρως από τον
λήπτην, βάσει συμφωνίας η οποία έγινε μεταξύ αυτού και του εκδότου της
επιταγής, διά της οποίας εξουσιοδοτείται ο πρώτος να συμπλήρωση τα ελλείποντα
στοιχεία κατά τους όρους της μεταξύ των συμφωνίας, ανατρέχει δ` η συμπλήρωσις
αυτή εις τον χρόνον παραδόσεως του τίτλου. Η συμπλήρωσις των ελλειπόντων
στοιχείων της, ούτω καλούμενης, λευκής, επιταγής, εφ` όσον αυτή έγινε εις τα
πλαίσια της σχετικής συμφωνίας μεταξύ εκδότου και λήπτου, δεν αποτελεί
πλαστογράφησιν αυτής. Κατά του περαιτέρω κομιστού της επιταγής δύναται να
αντιταχθή από τον εκδότην της επιταγής η έντασις της αντισυμβατικής
συμπληρώσεως των ελλειπόντων στοιχείων, υπό την προϋπόθεσιν ότι αυτός
απέκτησεν την επιταγή με κακήν πίστιν ή εάν διέπραξεν κατά την απόκτησίν της
βαρύ πταίσμα.

Επειδή, κατ` άρθρον 19 Ν 5960/1933, περί επιταγής, ο κάτοχος οπισθογραφησίμου
επιταγής θεωρείται νόμιμος κομιστής εάν στηρίζη το δικαίωμα του εις αδιάκοπον
σειράν οπισθογραφήσεων και εάν έτι η τελευταία οπισθογράφησις είναι εν
λευκώ. Όταν δ` οπισθογράφησις εν λευκώ ακολουθείται υπό άλλης, ο υπογραφεύς
αυτής θεωρείται ότι απέκτησεν της επιταγήν διά της εν λευκώ οπισθογραφήσεως.
Νόμιμος λοιπόν κομιστής δικαιούχος της απαιτήσεως εξ επιταγής, έχων δικαίωμα
να ζητήση και την έκδοσιν διαταγής πληρωμής, είναι ο τυπικώς νομιμοποιούμενος
κάτοχος του τίτλου με την αδιάκοπον σειράν των οπισθογραφήσεων, όπως
προκύπτει από το σώμα της επιταγής, συνυπολογιζομένης και της ενδιαμέσου
λευκής οπισθογραφήσεως. (ΑΠ 1689/2001 ΕΕΝ 2003,128). Εξ άλλου η επιταγή “εις
διαταγήν” είναι αυτή η οποία εκδίδεται υπέρ ωρισμένου δικαιούχου με την
ρήτραν εις διαταγήν” ή και χωρίς αυτήν και μεταβιβάζεται με οπισθογράφησιν,
δηλαδή και αν ακόμη δεν υπάρχει η άνω ρητή ρήτρα, επειδή η επιταγή είναι, εκ
του νόμου, τίτλος “εις διαταγήν”.

Τούτο συνεπάγεται την μεταβίβασιν όλων των δικαιωμάτων τα οποία απορρέουν από
την επιταγήν. Εις την οπισθογράφησιν πρέπει να σημειούται το όνομα εκείνου
υπέρ του οποίου γίνεται, με αποτέλεσμα αν δεν σημειούται το όνομα αυτού ή
αποτελείται μόνον από την υπογραφήν του οπισθογράφου, να πρόκειται περί
λευκής οπισθογραφήσεως. Επί λευκής οπισθογραφήσεως ο κάτοχος της επιταγής
μπορεί να συμπλήρωση το λευκόν και με το όνομα του, θεωρούμενος νόμιμος
κομιστής της εάν στηρίζη το δικαίωμα του επί αδιάκοπου σειράς οπισθογραφήσεων
και αν η τελευταία οπισθογράφησις είναι “εν λευκώ”. Ο κομιστής δύναται ακόμη
να παραδώση την επιταγήν εις τρίτον χωρίς να συμπλήρωση το λευκόν και χωρίς
οπισθογράφησιν. Εις την περίπτωσιν αυτήν εκείνος ο οποίος μετεβίβασεν την
επιταγήν δεν ευθύνεται εξ επιταγής, ενώ ο τελευταίος κομιστής συμπληρών την
επιταγήν με το ιδικόν του όνομα, εμφανίζεται εις τον τίτλον ως εάν έχη
απευθείας συμβληθή με τον τελευταίον οπισθογράφον, αν και δεν έχει σχέσιν με
αυτόν. (ΕφΠειρ 1213/1995 ΔΕΕ 1996,178, ΕΕμπΔΜΖ, 114).

Περαιτέρω η διάταξις του άρθρου 11 Ν 5960/1933, καθ` ην αυτός ο οποίος έθεσεν
υπογραφήν επί επιταγής ως αντιπρόσωπος προσώπου, διά το οποίον δεν είχεν την
εξουσίαν να ενεργήση, υποχρεούται αυτός ο ίδιος από την επιταγήν, θεσπίζει
την ευθύνην αυτού, ο οποίος υπέγραψε με ιδικήν του υπογραφήν, ως δήθεν
αντιπρόσωπος, και η οποία ευθύνη γεννάται, είτε ελλείπει εντελώς η
εξουσιοδότησα προς αυτόν, είτε έγινε υπέρβασις αυτής, χωρίς να παραβλάπτεται
κατά τον τρόπον αυτόν η εγκυρότης του τίτλου, εφ` όσον εις την επιταγήν
εμφανίζεται η υπογραφή του, συνιστά παρέκκλισιν από όσα ορίζονται εις την
διάταξιν του άρθρου 231 του ΑΚ, όπου εις την παρ. 3 αυτού ορίζετια ότι ο
αντιπρόσωπος απαλλάσσεται από ηάσαν υποχρέωσιν, αν ο αντισυμβαλλόμενος
εγνώριζεν ή ώφειλεν να γνωρίζη ότι δεν υπήρχεν εξουσία αντιπροσωπεύσεως και η
παρέκκλισις αυτή δικαιολογείται Βάσει της ιδιομορφίας και της αυστηρότητος
της επιταγής. (ΑΠ Ολ 19/2003 ΕλλΔνη 44,944, ΕφΠειρ ΔΕΕ 2002,78).

Τέλος κατά το άρθρον 585 παρ. 2 ΚΠολΔ το έγγραφον της ανακοπής πρέπει να
περιέχη, εκτός από τα στοιχεία τα οποία αναφέρονται εις τα άρθρα 118 έως 120
ΚΠολΔ και τους λόγους της. Νέοι λόγοι δύνανται να προταθούν μόνον διά
προσθέτου δικογράφου, το οποίον κατατίθεται εις την γραμματείαν του
δικαστηρίου προς το οποίον απευθύνεται η ανακοπή, υπό το οποίον συντάσσεται
έκθεσις και κοινοποιείται εις τον αντίδικον του ανακόπτοντος. Από την
διάταξιν αυτήν, η οποία έχει εφαρμογήν και επί ανακοπής κατά διαταγής
πληρωμής (άρθρον 632 παρ. 2 ΚΠολΔ), προκύπτει ότι νέοι λόγοι, οι οποίοι δεν
περιέχονται εις το δικόγραφον της ανακοπής, δεν επιτρέπεται να προταθούν διά
πρώτην φοράν με τρόπον διαφορετικόν από τον οριζόμενον εις το άρθρον 585 παρ.
2 εδ. β` ΚΠολΔ, ως με τις εγγράφους προτάσεις του ανακόπτοντος της
πρωτοβαθμίου ή δευτεροβαθμίου δίκης ή με το
δικόγραφον της εφέσεως εναντίον αποφάσεως η οποία απορρίπτει την ανακοπήν ή
με εκείνο των προσθέτων λόγων εφέσεως. Άλλοι λόγοι οι οποίοι δεν περιέχονται
εις το δικόγραφον της ανακοπής ή των προσθέτων λόγων δεν εξετάζονται από το
δικαστήριον και αν ακόμη πρόκειται διά λόγους οι οποίοι συνιστούν ενστάσεις
οψιγενείς, των οποίων ο χρόνος γενέσεως δεν καθιστούσε δυνατήν την
προγενεστέραν προΒολήν τους, με τήρησιν της διατάξεως του άρθρου 585 παρ. 2
εδ. β` ΚΠολΔ, η οποία, λόγω της ειδικότητος της, κατισχύει των γενικών
διατάξεων των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔ (ΑΠ 309/1999, ΑΠ 683/1999, ΑΠ 925/2002
ΔΕΕ 2002,1260).

Επειδή κατ` άρθρο 460 ΚΠολΔ παν έγγραφον δύναται να προσβληθή ως πλαστόν, τα
δε ιδιωτικά και όταν διά παραβολής προς άλλα απεδείχθησαν γνήσια και κατ`
άρθρον 461 ΚΠολΔ, αν η πλαστογραφία αποδίδεται εις ωρισμένον πρόσωπον,
δύναται να προταθή κατά πάσαν στάσιν της δίκης διά κυρίας ή παρεμπιπτούσης
αγωγής ή διά των προτάσεων ή και προφορικώς, όταν η υποβολή προτάσεων δεν
είναι υποχρεωτική, ως και με τους τρόπους που προβλέπει ο Κώδιξ Ποινικής
Δικονομίας. Περαιτέρω κατ` άρθρο 463 ΚΠολΔ, όποιος προβάλλει ισχυρισμούς
πλαστότητος εγγράφου είναι ταυτοχρόνως υποχρεωμένος να προσκόμιση τα έγγραφα,
τα οποία αποδεικνύουν την πλαστότητα και να αναφέρη ονομαστικώς τους μάρτυρες
και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, άλλως οι ισχυρισμοί του είναι απαράδεκτοι.

Εν αντιθέσει προς την ένστασιν πλαστότητος, όπου κατονομάζεται ο
πλαστογράφος, η οποία προτείνεται προνομιακώς κατά πάσαν στάσιν της δίκης δΓ
αγωγής, ανακοπής ή ενστάσεως, εάν η πλαστότης δεν αποδίδεται εις ωρισμένον
πρόσωπον τότε ως και επί απλής αμφισβητήσεως γνησιότητος πρέπει να προταθή
μόνον κατά την συζήτησιν, κατά την οποίαν προσκομίζεται το έγγραφον (464
ΚΠολΔ) και ουχί εις μεταγενεστέραν συζήτησιν, εκτός εάν κατονομασθή
πλαστογράφος, οπότε η ένστασις αναλαμβάνει τον προνομιακόν της χαρακτήρα. Εις
πάσαν περίπτωσιν όμως κατ` άρθρον 463 ΚΠολΔ η πλαστότης πρέπει να
προποδεικνύεται, ήτοι ο προσβάλλων έγγραφον ως πλαστόν δΓ ενστάσεως, διά το
παραδεκτόν της ενστάσεως του, οφείλει εν ταυτώ να κατονομάση τους μάρτυρες
και να επικαλεσθή τα έγγραφα τα οποία αποδεικνύουν την πλαστότητα, άλλως η
ένστασις απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Η επίκλησις των εγγράφων και η
ονομαστική αναφορά των μαρτύρων πρέπει να γίνη κατά την προφβολήν της
ενστάσεως και ουχί μεταγενεστέρως κατά την προσήκουσαν ενώπιον
του δικάζοντος δικαστηρίου διαδικασίαν, ήτοι ενώπιον του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου εντός το βραδύτερον της προθεσμίας του άρθρου 237 παρ. 3 ΚΠολΔ.
Το άρθρον 463 ΚΠολΔ είναι εντεταγμένον εις το κεφάλαιον της αποδείξεως και
συνιστά, εν όψει και της θέσεως του εις τον ΚΠολΔ, παρά την γενικήν του
διατύπωσιν, εικόνα της αποδεικτικής μόνον διαδικασίας. Προϋποθέτει δηλαδή
εκκρεμή δίκη, ενώπιον της οποίας προσεκομίσθη ως αποδεικτικόν μέσον εν
έγγραφον, το οποίον προσβάλλεται ήδη κατ` ένστασιν ως ηλαστόν.

Επομένως ο περιορισμός, τον οποίον τάσσει, δεν ανάγεται εις το ουσιαστικόν
δικαίωμα της κηρύξεως εγγράφου ως πλαστού. Διά τον λόγον αυτόν η προβλεπομένη
από την διάταξιν αυτήν υποχρέωσις έχει εφαρμογήν μόνον όταν ο ισχυρισμός της
πλαστότητος προβάλλεται κατ` ένστασιν ή με παρεμπίπτουσα αγωγήν (ΑΠ Ολ
23/1990), όχι δε και όταν η πλαστότης του εγγράφου προτείνεται διά κυρίας
αυτοτελούς αγωγής ή και δΓ ανακοπής, η οποία αποτελεί εισαγωγικόν αυτοτελούς
δίκης δικόγραφον, αφού κατ` άρθρον 585 παρ. 1 ΚΠολΔ οι διατάξεις διά την
άσκησιν της αγωγής, την εισαγωγήν της προς συζήτησιν και την συζήτησιν εις το
ακροατήριον εφαρμόζονται και εις την ανακοπήν (ΑΠ 922/2002 ΕλλΔνη 44,1352).
Συνεπώς το πρωτοβάθμιον Δικαστήριον το οποίον διά της εκκαλουμένης απέρριψεν
ως απαράδεκτον τον δεύτερον αυτόν λόγον ανακοπής επί τη εσφαλμένη αιτιολογία
ότι δεν κατωνομάσθη πλαστογράφος, μάρτυρες και έγγραφα, έσφαλεν περί την
ερμηνείαν και εφαρμογή των άνω διατάξεων και πρέπει, κατά παραδοχήντου
σχετικού δευτέρου ως άνω λόγου εφέσεως, να εξαφανισθή η εκκαλουμένη και να
ερευνηθούν οι λόγοι ανακοπής, οι οποίοι είναι νόμιμοι κατά τα εις την
ηγουμένην σκέψιν εκτεθέντα, παρελκούσης της ερεύνης των λοιπών λόγων εφέσεως
και του προσθέτου λόγου εφέσεως.

Επειδή εν προκειμένω, από την συνεκτίμησιν όλων ανεξαιρέτως των μετ`
επικλήσεως προσκομιζομένων εγγράφων, τα οποία χρησιμεύουν και διά την
συναγωγήν δικαστικών τεκμηρίων, διότι επιτρέπεται το εμμάρτυρον, (οι διάδικοι
δεν επεμελήθησαν της εξετάσεως μάρτυρος), λαμβανομένων υπ` όψιν και των
διδαγμάτων της κοινής πείρας, απεδείχθησαν, κατά την κρίσιν του Δικαστηρίου,
τα εξής:

Η, διά της νομοτύπως και εμπροθέσμως, κατ` άρθρον 632 επ. ΚΠολΔ, ασκηθείσης
από 31.7.2000 ανακοπής, ανακοπτομένη υπ` αριθ. …/2000 διαταγή πληρωμής του
Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θηβών, εξεδόθη κατόπιν της από 24.7.2000
αιτήσεως του εφεσίβλητου κατά του καθ` ου βάσει δύο τραπεζικών επιταγών
εκδόσεως του ανακόπτοντος και ήδη εκκαλούντος εις διαταγήν A.M., υπ` αριθ.
… και … επιταγών, ποσού 6.000.000 δρχ. η πρώτη και 5.000.000 δρχ. η
δευτέρα, εις χρέωσιν του υπ` αριθ…. επί της Εθνικής Τραπέζης λογαριασμού. Ο
άνω λήπτης οπισθογράφησεν περαιτέρω τις επιταγές εις τον καθ` ου η ανακοπή
και ήδη εφεσίβλητον αδελφόν του ο οποίος τις ενεφάνισεν εμπροθέσμως, την
30.5.2000, εις την πληρώτριαν Εθνικήν Τράπεζα, πλην αυτές δεν επληρώθησαν
λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων γενομένης και της σχετικής βεβαιώσεως επί
ίου σώματος εκάστης των επιταγών παρά του αρμοδίου υπαλλήλου της πληρωτρίας.

Οι εν θέματι επιταγές εξεδόθησαν από τον εκκαλούντα, χάριν καταβολής, διότι
κατά Μάιον και Ιούνιον του έτους 1995, δυνάμει δύο διαδοχικών συμβάσεων
εντόκων δανείων, οι οποίες κατηρτίσθησαν μεταξύ του εκκαλούντος και του
λήπτου των επιταγών, αδελφού του εφεσίβλητου, A.M., ο τελευταίος (A.M.)
κατέβαλεν εις τον εκκαλούντα, το συνολικόν ποσόν των 11.000.000 δρχ. και δη
6.000.000 και 5.000.000 δρχ. αντιστοίχως, με την συμφωνίαν ότι ο εκκαλών θα
καταΒάλλη εις το τέλος εκάστου μηνός, τους αναλογούντες εις το κεφάλαιον αυτό
νομίμους τόκους. Χρόνος επιστροφής του δανείου δεν συνεφωνήθη. Προς
εξασφάλισιν του άνω κεφαλαίου του δανείου συνεφωνήθη η παρά του εκκαλούντος
και εις διαταγήν του A.M. έκδοσις των ισόποσων των άνω δανείων υπ` αριθ….
και… ενδίκων επιταγών επί της Εθνικής Τραπέζης, ποσού 6.000.000 δρχ. η
πρώτη και 5.000.000 δρχ. η δευτέρα, τις οποίες ο εκκαλών ενώπιον του
δανειστού A.M. συνεπλήρωσεν ως προς όλα τα στοιχεία των, πλην του χρόνου
εκδόσεως αυτών, ο οποίος συνεφωνήθη να συμπληρωθή από τον A.M., μετά από
σχετικήν ειδοποίησιν του εκκαλούντος, όταν θα απεφάσιζεν την επιστροφήν του
εν λόγω δανείου και ενώπιον του τις υπέγραψεν ο ίδιος ο εκκαλών.

Κατά τις αρχές του έτους 2000, ο A.M. ησθένησεν και είχεν ανάγκην χρημάτων
προς αντιμετώπισιν των προβλημάτων της υγείας του, λόγος διά τον οποίον και
εζήτησεν από τον εκκαλούντα την επιστροφήν των ποσών των δανείων. Αυτός
καίτοι υπεσχέθη την επιστροφήν των, δεν το έπραξε. Μετά ταύτα ο A.M., αφού
προηγουμένως, κατά συμμόρφωσιν προς τα συμπεφωνημένα, ειδοποίησεν τον
εκκαλούντα, συνεπλήρωσεν ως χρόνον εκδόσεως των άνω επιταγών την 27.5.2000
εις την πρώτην και την 29.5.2000 εις την δευτέραν, εν συνεχεία τις
μεταβίβασεν με λευκήν οπισθογράφησιν εις τον εφεσίβλητον, ο οποίος τις
ενεφάνισεν εμπροθέσμως, την 30.5.2000, εις την πληρώτριαν Εθνικήν Τράπεζα,
πλην αυτές δεν επληρώθησαν, ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων, γενομένης περί
τούτου και της σχετικής βεβαιώσεως επί του σώματος εκάστης των επιταγών, παρά
του αρμοδίου υπαλλήλου της πληρωτρίας Τραπέζης.

Αποδειχθέντος, ως άνω, ότι ο εκκαλών εξέδωσεν ο ίδιος τις άνω επιταγές, θέσας
ενώπιον του A.M. ιδιοχείρως την υπογραφήν του εις την θέσιν του εκδότου αυτών
δεν απεδείχθη ο αποτελών την βάσιν του λόγω ανακοπής κρίσιμος ισχυρισμός του
ότι τις εν λόγω επιταγές δεν εξέδωσεν ο ίδιος, αλλ` η σύζυγος αυτού.
Ειδικώτερον απεδείχθη ότι ο κατωτέρω τραπεζικός λογαριασμός, πράγματι ανήκεν
εις την σύζυγον του εκκαλούντος, εις την οποίαν η άνω Τράπεζα παρεχώρησε και
μπλοκ επιταγών, μεταξύ των οποίων και οι επίδικοι, το γεγονός όμως αυτό
απέκρυψεν ο εκκαλών, κατά την έκδοσίν των από τον ίδιον, από τον A.M.
Στερείται δ` εννόμου επιρροής ο περαιτέρω ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι δεν
ενέχεται εξ επιταγής διότι η σύζυγος του ήτο η δικαιούχος του εφ` ου
εσύρθησαν αυτές υπ` αριθ. … λογαριασμού, καθ` όσον το έγκυρον της επιταγής
και η εντεύθεν εξ αυτής ανάληψις υποχρεώσεως υπό την ιδιότητα του εκδότου,
δεν προϋποθέτει οπωσδήποτε να προηγηθή η κατ` άρθρον 3 του Ν 5960/1933
σύμβασις επιταγής (ΕΑ 1863/2003, ΕΑ 2551/1999, Μάρκου Δίκαιο της επιταγής,
άρθρο 79 σελ. 284, Ν. Ρόκα, Αξιόγραφα έκδ. 1992 σελ. 14).

Απεδείχθη ότι ο εκκαλών, υπογράψας τα σώματα των επιταγών ενώπιον του λήπτου
ως εκδότης, διά της συμπεριφοράς του αυτής κατέ-στησεν δήλον εις τον άνω A.M.
ότι, θέτων την ιδίαν αυτού υπογραφήν επί των επιταγών ως εκδότης, αναλαμβάνει
ο ίδιος ενοχήν εκ των επιταγών αυτών, υπό την άνω ιδιότητα. Ο δε λήπτης, ο
οποίος ηγνόει ότι ο εκκαλών εστερείτο ιδίου μπλοκ επιταγών, επληροφορήθη ότι
ο άνω λογαριασμός, επί του οποίου εσύροντο οι άνω επιταγές, ανήκεν εις την
σύζυγον του εκκαλούντος, το πρώτον μετά την εμφάνισιν και σφράγισίν των. Αυτά
απεδείχθησαν από την περιεχομένην εις τα συνεκτιμώμενα ως δικαστικόν
τεκμήριον μετ` επικλήσεως προσκομιζόμενα υπ` αριθ. ..72000 πρακτικά δημοσίας
συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, επί αιτήσεως αναστολής επί τη
ασκήσει της ανακοπής ανωμοτί εξέτασιν του εφεσίβλητου.

Προς απόδειξιν του ισχυρισμού του ότι οι υπογραφές δεν έχουν τεθή από αυτόν,
αλλ` από την σύζυγόν του, ο εκκαλών επικαλείται την κατάθεσιν της συζύγου,
του Α.Γ., ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται εις τα
συνταγέντα επί ετέρας δίκης ως άνω υπ` αριθ…72000 πρακτικά δημοσίας
συνεδριάσεως τούτου, συμφώνως προς την οποίαν η ιδία εξέδωσεν τις άνω
επιταγές, ότι ο σύζυγος της δεν είχε τότε μπλοκ επιταγών και ότι “δέχεται να
εκδοθή εις βάρος της διαταγή πληρωμής”.

Η κατάθεσις όμως αυτή, της συζύγου του εκκαλούντος δεν κρίνεται πειστική,
διότι απεδείχθη ότι ο άνω λήπτης μέχρι της εμφανίσεως της επιταγής ηγνόει ότι
ο λογαριασμός εις την Τράπεζαν ανήκεν εις την μάρτυρα, εν όψει δε του ότι τα
δάνεια εδόθησαν προς τον εκκαλούντα ουδένα λόγον θα είχεν ο δανειστής να μην
απαίτηση και την εξ επιταγής ενοχήν του πράγματι εκ δανείου ενεχομένου
οφειλέτου του με την έκδοσιν των επιταγών εις διαταγήν του εκκαλούντος και με
περαιτέρω οπισθογράφησιν του εκκαλούντος προς αυτόν, ώστε να ευθύνονται
αμφότεροι οι σύζυγοι εξ επιταγής και δη ο οφειλέτης του εκκαλών και η σύζυγος
του εγγυητικώς και όχι μόνον η μη οφειλέτης του, ως άνω μάρτυς, μετά της
οποίας ουδένα ενοχικόν δεσμόν εκ δανείου είχεν. Ειδικώτερον ουδένα λόγον
είχεν ο δανειστής να εξαίρεση από του να ενέχεται εξ επιταγής αυτός ούτος ο
εκ δανείου οφειλέτης του, ώστε να μη δύναται να επιτυχή κατ` αυτού την ευχερή
έκδοσιν διαταγής πληρωμής επί τη βάσει των δύο επιταγών, αντί της
μακροχρονίου, δυσαποδείκτου και πολυδάπανου τακτικής διαδικασίας προς
απόδοσιν του ποσού των δανείων.

Τέλος, απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός του εκκαλούντος περί νοθεύσεως ως
προς τον τόπον και την ημερομηνίαν εκδόσεως από τον A.M. και τον καθ` ου η
ανακοπή Μ.Μ., διότι απεδείχθη ότι οι επιταγές αυτές παρεδόθησαν εις τον
λήπτην συμπεπληρωμένες ως προς τον τόπον και ο λήπτης A.M. προέβη, κατά την
συμφωνίαν, εις συμπλήρωσιν ως προς το μόνον λευκόν στοιχείον αυτών, ήτοι την
ημερομηνίαν, κατόπιν σχετικής συμφωνίας με τον εκκαλούντα και αφού τον είχε
ειδοποιήσει. Άλλωστε ουδένα λόγον είχεν ο δανειστής να δεχθή άκυρον επιταγήν,
ήτοι τοιαύτην μη φέρουσαν τόπον εκδόσεως, καθ` όσον η έλλειψις αυτή δεν
εξυπηρετεί οιονδήποτε σκοπό, εν αντιθέσει προς την έλλειψιν της ημερομηνίας η
οποία ήτο εκ των πραγμάτων επιβεβλημένη, διότι συμπληρουμένη εις τον
κατάλληλον χρόνον κατά την συμφωνίαν των διαδίκων, είχεν επιρροή εις τον
χρόνον εξοφλήσεως του δανείου.

Συνεπώς προς τα ανωτέρω, ο ανακόπτων ο οποίος φέρει το βάρος αποδείξεως των
πραγματικών ισχυρισμών των θεμελιωτικών των λόγω ανακοπής του και ο οποίος
δεν εξήτασεν μάρτυρα εις το ακροατήριον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί των
βαρυνόντων αυτών θεμάτων αποδείξεως, δεν απέδειξεν κατά τα ανωτέρω ότι δεν
ενέχεται εξ επιταγής ότι, δηλαδή, η υπογραφή του εκδότου εις τις επιταγές
αυτές δεν ετέθη υπ` αυτού ως ιδία αυτού υπογραφή, ούτε απέδειξεν ότι οι άνω
επιταγές ήσαν ασυμπλήρωτες ως προς τον τόπον εκδόσεως ούτε και απέδειξεν τον
ισχυρισμόν του ότι ο λήπτης και ο καθ` ου η ανακοπή συνεπλήρωσαν άνευ
δικαιώματος την ημερομηνίαν εις εκάστην τούτων, κατά τα προδιαληφθέντα και
συνακολούθως δεν απέδειξεν ούτε ότι ο καθ` ου κατά την κτήσιν αυτών ο καθ` ου
η ανακοπή ετέλει εν κακή πίστει, προκειμένου να παρακωλύσει τον ανακόπτοντα
από την προβολήν ενστάσεων εκ του δανείου, ούτε ότι η ανακοπτομένη διαταγή
πληρωμής υπήρξεν αποτέλεσμα απάτης επί δικαστηρίου.

(Δέχεται την έφεση.)